αρχαιολογία — Η επιστήμη που μελετά την αρχαιότητα μέσα από όλα τα μνημεία και τα υλικά κατάλοιπά της. Η α. επιδιώκει να αποκαταστήσει τις διάφορες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου, αφήνοντας κατά μέρος όμως τις μαρτυρίες, που ανήκουν στη σφαίρα αρμοδιότητας της… … Dictionary of Greek
κρόταφος — Η πλάγια πλευρά της κεφαλής, που περικλείεται από το μάτι και το αφτί. Βρίσκεται πάνω από το ζυγωματικό τόξο και αντιστοιχεί με το λεπιδοειδές μέρος του κροταφικού οστού και τον κροταφίτη μυ, που βρίσκεται πάνω του. κροταφική αρτηρίτιδα.… … Dictionary of Greek
λόρι — (lori). Κοινή ονομασία διαφόρων ειδών παπαγάλων της οικογένειας των λοριδών, της τάξης των ψιττακομόρφων. Το σώμα τους είναι σχετικά μικρό, με μήκος 17 30 εκ. και βάρος 50 150 γρ. Χαρακτηρίζονται από φτέρωμα έντονου χρώματος που καταλήγει σε… … Dictionary of Greek
μελισσός — (Σάμος, 5ος αι. π.Χ.). Φιλόσοφος. Το μοναδικό επεισόδιο του ιδιωτικού του βίου που είναι γνωστό υπήρξε η διοίκηση του σαμιακού στόλου σε μία νικηφόρα ναυμαχία εναντίον των Αθηναίων το 441 π.Χ. Εικάζεται ότι ήταν μαθητής του Παρμενίδη και υπήρξε… … Dictionary of Greek
μεταμελούμαι — και μεταμέλομαι (ΑM μεταμέλομαι και μεταμελοῡμαι, έομαι) [μέλλω] 1. αλλάζω γνώμη ή απόφαση («μετεμέλοντο τὰς σπονδὰς οὐ δεξάμενοι», Θουκ.) 2. μετανοώ για κάτι που έκανα ή για ό,τι παρέλειψα να κάνω («δῆλον ἦν μεταμελόμενος ἐπὶ τῇ ἐκείνων ὕβρει»,… … Dictionary of Greek
τράχωμα — (Ιατρ.). Μορφή χρόνιας επιπεφυκίτιδας, η οποία οφείλεται σε διηθητό ιό μεγάλων διαστάσεων: είναι λοιμώδες νόσημα, προσβάλλει κυρίως την παιδική ηλικία και εκδηλώνεται συχνότερα με ενδημική μορφή στους λαούς των περιοχών που έχουν κλίμα ζεστό και… … Dictionary of Greek
τρομολάγνος — ο, Ν αυτός ο οποίος αισθάνεται ευχαρίστηση και ικανοποίηση με καθετί που μπορεί να προξενήσει τρόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρόμος + λάγνος «φιλήδονος, ηδυπαθής»] … Dictionary of Greek
φοβιστής — ο, θηλ. φοβίστρια, Ν [φοβίζω] αυτός που προσπαθεί να προξενήσει φόβο με διάφορους τρόπους και διάφορα μέσα, όπως λ.χ. με θορύβους, με παράξενες μεταμφιέσεις κ.ά … Dictionary of Greek
χολερώδης — ες / χολερώδης, ῶδες, ΝΑ [χολέρα] αυτός που μοιάζει με τη χολέρα ως προς τα συμπτώματα αρχ. (για χοίρο) ο ικανός να προξενήσει χολέρα … Dictionary of Greek
Αδριανός — I (Publius Aelius Hadrianus, Ιτάλικα, Ισπανία 76 – Ρώμη 138 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (117 38 μ.Χ.). Γεννήθηκε από Ρωμαίους γονείς, αλλά έμεινε ορφανός σε νεαρή ηλικία. Τον πήρε τότε υπό την κηδεμονία του ο αυτοκράτορας Τραϊανός, τον οποίο… … Dictionary of Greek